καμαρωτικός

καμαρωτικός
καμαρωτικός, -ή, -όν (Α [καμαρώ]
αυτός που χρησιμοποιείται για την κατασκευή καμαρών, αψίδων, θόλων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”